στιχάρι(ο)

στιχάρι(ο)
(I)
το, Ν
υποκορ. μικρός στίχος, στιχάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + υποκορ. κατάλ. -άριο (πρβλ. βιβλι-άριο)].
————————
(II)
το / στιχάριον, ΝΜΑ, και στιχάριν ΜΑ, και στοιχάριον Α
διακοσμημένος χιτώνας και κυρίως μακρύ εσωτερικό άμφιο τών ορθόδοξων κληρικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχη «είδος χιτώνα» + υποκορ. κατάλ. -άρι(ον), πρβλ. βιβλι-άριον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στιχάρι — το μακρύ εσωτερικό φόρεμα των ορθόδοξων κληρικών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… …   Dictionary of Greek

  • στοιχάριον — τὸ, Α βλ. στιχάρι(ο) (II) …   Dictionary of Greek

  • stihar — STIHÁR1, stihare, s.n. Veşmânt lung şi larg pe care îl poartă preoţii ortodocşi în timpul serviciului religios. – Din ngr. stihárion. Trimis de claudia, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  STIHÁR2, stihari, s.m. (Rar) Poet, versificator. – Stih + suf. ar …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”