- στιχάρι(ο)
- (I)το, Νυποκορ. μικρός στίχος, στιχάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + υποκορ. κατάλ. -άριο (πρβλ. βιβλι-άριο)].————————(II)το / στιχάριον, ΝΜΑ, και στιχάριν ΜΑ, και στοιχάριον Αδιακοσμημένος χιτώνας και κυρίως μακρύ εσωτερικό άμφιο τών ορθόδοξων κληρικών.[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχη «είδος χιτώνα» + υποκορ. κατάλ. -άρι(ον), πρβλ. βιβλι-άριον].
Dictionary of Greek. 2013.